θεοφόρος

θεοφόρος
θεοφόρος, ον god-bearing, inspired, inspired (Aeschyl., Fgm. 225; Philod., π. θεῶν 1 col. 4, 12 Diels: ‘bearing the divine spirit within oneself’; Leontios 12 p. 22, 14; 15 p. 30, 15; AJA 37, 244 [ins II A.D.; Bacchic mysteries].—Heraclitus, Ep. 8, 2 the Σίβυλλα as θεοφορουμένη γυνή); subst. ὁ θ. the God-bearer IEph 9:2 (s. the foll. entry and cp. the v.l. for 1 Cor 6:20 in Lat. mss. ‘portate [=ἄρατε] deum in corpore vestro’).—Cp. DELG s.v. θεός. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεόφορος — θεόφορος, ον (AM) θεόπνευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φορος (< φέρω), πρβλ. διά φορος, φαρετρή φορος] …   Dictionary of Greek

  • θεόφορος — bearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφόρος — ο (AM θεοφόρος, ον) αυτός που φέρει μέσα του τον θεό, ο θεόπνευστος («οι θεοφόροι πατέρες») αρχ. 1. αυτός που κρατά τον θεό («θεοφόροι πόδες», Αισχύλ.) 2. φρ. «θεοφόρα ὀνόματα» ονόματα παράγωγα από ονόματα θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φόρος (<… …   Dictionary of Greek

  • θεοφόρος — α, ο που έχει μέσα του το Θεό, που εμπνέεται από το Θεό, θεόπνευστος: Θεοφόροι πατέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Богоносец — (Θεοφόρος) носящий в себе Бога, употребляется как почетное наименование в приложении к святым отцам вообще; в частности, оно усвояется св. Игнатию, еп. Антиохийскому, по преимуществу, и он обыкновенно называется: Игнатий Богоносец. Он сам в своих …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • θεόφορον — θεόφορος bearing masc/fem acc sg θεόφορος bearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφόροις — θεόφορος bearing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφόρου — θεόφορος bearing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφόρους — θεόφορος bearing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφόρων — θεόφορος bearing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφόρῳ — θεόφορος bearing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”